αναπτερυγίζω
Смотреть что такое "αναπτερυγίζω" в других словарях:
αναπτερυγίζω — (Α ἀναπτερυγίζω) (Ν και αναφτερουγίζω) ανοίγω τα φτερά μου για να πετάξω, σηκώνομαι ψηλά ανοίγοντας τα φτερά μου … Dictionary of Greek
ἀναπτερυγίζοντα — ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away pres part act neut nom/voc/acc pl ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτερυγίσαι — ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away aor inf act ἀναπτερυγίσαῑ , ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπτερύσσομαι — ἀναπτερύσσομαι (Μ) αναπτερυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πτερύσσομαι (< πτέρυξ) «φτεροκοπώ»] … Dictionary of Greek