αναπτερυγίζω

αναπτερυγίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναπτερυγίζω" в других словарях:

  • αναπτερυγίζω — (Α ἀναπτερυγίζω) (Ν και αναφτερουγίζω) ανοίγω τα φτερά μου για να πετάξω, σηκώνομαι ψηλά ανοίγοντας τα φτερά μου …   Dictionary of Greek

  • ἀναπτερυγίζοντα — ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away pres part act neut nom/voc/acc pl ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπτερυγίσαι — ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away aor inf act ἀναπτερυγίσαῑ , ἀναπτερυγίζω raise the wings and fly away aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπτερύσσομαι — ἀναπτερύσσομαι (Μ) αναπτερυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πτερύσσομαι (< πτέρυξ) «φτεροκοπώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»